- χατίζω
- Α(σε χρήση μόνον ο ενεστ.)1. (με γεν.) έχω ανάγκη, χρειάζομαι ή επιζητώ κάποιον ή κάτι2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) χατίζωναυτός που βρίσκεται σε ανάγκη, που στερείται από κάτι3. φρ. «ἔργοιο χατίζων» — άνεργος (Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. χατέω* σχηματισμένος υστερογενώς κατά τα ρ. σε -ίζω (πρβλ. αἰτέω: αἰτίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.